- περίαυγος
- -ον, Ααυτός που φωτίζεται ολόγυρα, ολόφωτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -αυγος (< αὐγή), πρβλ. έξ-αυγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίαυγος — shining round masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek